-
1 νόμισμα
[комизма] ουσ. о. монета.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νόμισμα
-
2 валюта
-ы θ.1. νομισματική μονάδα•греческая валюта - драхма ελληνική νομισματική μονάδα είναι η δραχμή.
2. νόμισμα• συνάλλαγμα• χαρτονόμισμα•золотая валюта χρυσό νόμισμα•
серебряная валюта αργυρό νόμισμα•
иностранная -ξένο νόμισμα•
калеблющая валюта ασταθές νόμισμα•
прочная валюта σταθερό νόμισμα.
-
3 монета
-ы θ.1. νόμισμα μεταλλικό• μονέδα•серебряная монета ασημένιο νόμισμα•
медная -χάλκινο νόμισμα•
фальшивая монета κάλπικο νόμισμα•
чеканить -у κόβω νομίσματα.
|| κέρματα•мелкая ή разменная монета τα ψιλά, τα λιανά, -ώματα.
|| χρήματα, λεφτά•гони -у δόσε χρήματα, κατέβαινε λεφτά.
2. το ρούβλι.εκφρ.отплатить той же -ой – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (ανταποδίδω τα ίσα)•принять что за чистую -у – παραδέχομαι (εκλαμβάνω) κάτι σαν αληθινό ή αγαθό. -
4 монета
монет||аж1. τό νόμισμα:звонкая \монета τά μεταλλικά νομίσματα, τά κέρματα· разменная \монета τά ψιλά χρήματα, τά ψιλά· фальшивая \монета τό κίβδηλο[ν] νόμισμα, τό κάλπικο νόμισμα· чеканить \монетау κόβω νομίσματα· ◊ принимать за чистую \монетау разг παίρνω (ἔνα πράγμα) τοις μετρητοίς, στά σοβαρά· платить той же \монетаой разг ἀνταποδίδω τά ίσα (или τά ίδια), πληρώνω κάποιον μέ τό ἰδιο νόμισμα. -
5 счёт
1. (подсчёт) о λογαριασμός, ο υπολογισμός 2. (квитанция) о λογαριασμός, (чек) η απόδειξη 3. (в банке) о λογαρια-σμ/όςзакрытый - προθεσμιακός -, κλειστός -контокорент-ный - см. текущий -личный - ατομικός -, ιδιωτικός -отдельный - см. особый -4. (накладная) το τιμολόγι/ο 5. (груза) мор. η καταμέτρηση των εμπορευμάτων 6. (результат подсчетов, вычислений) ο υπολογισμός 7. -а (бухг.) (финансовые операции, документы) οι λογαριασμοί 8. муз. о χρόνος 9. (в спорте) το αποτέλεσματο σκορ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > счёт
-
6 денежный
денежный χρηματικός \денежный ая реформа η νομισματική μεταρρύθμιση; - перевод η ταχυδρομική επιταγή, το έμ βασμα* \денежный знак το νόμισμα* * *де́нежная рефо́рма — η νομισματική μεταρρύθμιση
де́нежный перево́д — η ταχυδρομική επιταγή, το έμβασμα
де́нежный знак — το νόμισμα
-
7 монета
-
8 валюта
валют||аж τό νόμισμα, τό συνάλλαγμα/ τό χαρτονόμισμα (бумажные деньги), золотая \валюта τό χρυσό νόμισμα; иностранная \валюта τό ξένο συνάλλαγμα -
9 полиовесный
полиовесн||ыйприл πού ἔχει τό ἀπαιτούμενο βάρος, τό σωστό βάρος:\полиовесныйая монета τό γνήσιο νόμισμα, τό νόμισμα πού ἔχει τό ἀπαιτούμενο βάρος. -
10 полноценный
полноценн||ыйприл1. ἄρτιος, πλήρης:\полноценныйая монета τό ἄρτιο νόμισμα, νόμισμα πλήρους ἀξίας·2. перен ἄρτιος, δξιος, χρήσιμος:\полноценныйый человек ὁ ἀξιος ἀνθρωπος. -
11 отплатить
-лачу, -латишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отплаченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. ανταποδίδω πληρώνω με το ίδιο νόμισμα•злом за зло ανταποδίδω το κακό•
отплатить добром за зло κάνω καλό αντί για κακό.
2. εκδικούμαι, αντεκδικούμαι • βγάζω το άχτι μου.εκφρ.отплатить той же монетой – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα, ανταποδίδω τα ίσα. -
12 валюта
эк. (денежная единица) το νόμισμα(иностранные деньги) το συνάλλαγμαиностранная - ξένο -, το συνάλλαγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > валюта
-
13 деньги
τα χρήματ/α, τα λεφτάдержать - в банке κρατώ/έχω - στην τράπεζα-металлические - τα κέρματα, το μεταλλικό νόμισμαфальшивые - κίβδηλα -, κάλπικα - (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деньги
-
14 дизажио
(вычет из установленного курса или нарицательной цены) фин. η έκπτωση εις βάρος του ανταλλασσόντος σε ξένο νόμισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дизажио
-
15 монета
το νόμισματο κέρμαпускать - у в обращение βάζω/τοποθετώ το - σε κυκλοφορίαразменивать - у αλλάζω/χαλάω το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > монета
-
16 неконвертируемый
фин. μη μετατρέψιμος σε χρυσό ή άργυρο νόμισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неконвертируемый
-
17 нумизмат
ο νομισματολόγοςο συλλέκτης των νομισμάτων-ика η νομισμα-τολογία, η νομισματικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нумизмат
-
18 платёж
η πληρώ μ/ή, η καταβολή του τιμήματοςв иностранной валюте - σε ξένο νόμισμα, выдача документов против - а έγγραφα έναντι - ήςналоженным - ом - με αντικαταβολή (C.O.D.)невзысканный - απλήρωτος -, εκκρεμής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > платёж
-
19 ссуда
το δάνει/οдолевая - (μεγάλου ποσού), χορηγούμενο υπό πολλών τραπεζώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ссуда
-
20 денежный
денежн||ыйприл χρηματικός, νομισματικός:\денежный знак τό νόμισμα· \денежныйая реформа ἡ νομισματική μεταρρύθμιση· \денежный перевод τό χρηματικό ἐμβασμα, ἡ ἐπιταγή· \денежный человек ἄνθρωπος μέ λεφτά, ἄνθρωπος παραλής· ◊ \денежный мешок τό πουγγί.
См. также в других словарях:
νόμισμα — anything sanctioned by current neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
νόμισμα — το, ατος 1. το χρήμα σε κέρματα ή σε χαρτί που κυκλοφορεί σ ένα κράτος, ως ανταλλακτικό μέσο: Η κυκλοφορία του νομίσματος είναι περιορισμένη στην αγορά. 2. Τα διάφορα νομίσματα ή η νομισματική μονάδα μιας χώρας: Υποτιμήθηκε το νόμισμα της Αγγλίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νόμισμ' — νόμισμα , νόμισμα anything sanctioned by current neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάδραχμο — Νόμισμα, ασημένιο ή χρυσό, που κυκλοφόρησε από τον 5o έως τον 3o αι. π.Χ. στην Ελλάδα, στη Σικελία και στην Καρχηδόνα και ισοδυναμούσε με 10 δραχμές. Η ασημένια έκδοση θεωρείται η τελειότερη κατασκευή του. Περίφημα είναι τα δ. που υπογράφηκαν από … Dictionary of Greek
νομισμάτων — νόμισμα anything sanctioned by current neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομίσμασι — νόμισμα anything sanctioned by current neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομίσμασιν — νόμισμα anything sanctioned by current neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομίσματα — νόμισμα anything sanctioned by current neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομίσματι — νόμισμα anything sanctioned by current neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομίσματος — νόμισμα anything sanctioned by current neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)